Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΡ.ΜΕ ΠΑΤΡΑΣ ΓΙΑ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΕΛΩΝ Δ.Ε.Π. 2010

Το Ελληνικό Πανεπιστήμιο έχει σήμερα διττό χαρακτήρα. Η μια πλευρά της εικόνας του συντίθεται από σημαντικές παθογένειες και αναποτελεσματικότητες. Η άλλη πλευρά της εικόνας του Πανεπιστημίου συντίθεται  από λειτουργίες υψηλής προστιθέμενης αξίας τόσο σε όρους προαγωγής της έρευνας όσο και αναπαραγωγής και διάδοσης της γνώσης.

Με βάση το παραπάνω η ΑΡΜΕ Πάτρας θεωρεί ότι απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις που θα ανατρέπουν την εικόνα των αναποτελεσματικοτήτων και θα δίνουν νέα δυναμική στις δραστηριότητες του Δημόσιου Πανεπιστημίου που έχουν θετική αποτίμηση.  Σε αυτή την κατεύθυνση ζητάμε την έναρξη ειλικρινών, διάφανων και θεσμικού χαρακτήρα διαδικασιών διαλόγου. Αυτές οι διαδικασίες θα στοχεύουν στη δημιουργία πλαισίου λειτουργίας του Πανεπιστημίου που θα το αποκαταστήσει σαν βασικό μηχανισμό Δημοκρατίας, Κοινωνικής και Οικονομικής Ανάπτυξης και Παραγωγής και Διάχυσης Γνώσης. Ταυτόχρονα επισημαίνουμε το «ύποπτο»  τουλάχιστον σημείο εκκίνησης που επικεντρώνεται στην απαξίωση του Δημόσιου Πανεπιστημίου και ιδιαίτερα των Πανεπιστημιακών από την πλευρά του ΥΠΘΔΒΜ.

Σχετικά με τις παθογένειες που προαναφέρθηκαν εκτιμούμε ότι οι ρίζες τους βρίσκονται σε τρεις κατευθύνσεις:
i.               Κυρίαρχα στο πολιτικό σύστημα της χώρας που χρησιμοποίησε τα Πανεπιστήμια για την αυτοαναπαραγωγή του και την επίτευξη (μικρο-)πολιτικών επιδιώξεων συγκροτώντας έτσι ένα ιδιαίτερα απεχθές πελατειακό σύστημα. Θεωρούμε ουσιώδες στοιχείο για το διάλογο την αναγνώριση από την Πολιτεία  αυτής της κυρίαρχης ευθύνης της. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε ακούσει τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση
ii.               Στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα (Αρχές Διοίκησης, ΔΕΠ, φοιτητές, λοιπό προσωπικό των Πανεπιστημίων) που σε πολλές περιπτώσεις δέχθηκε ή επεδίωξε να παίξει τον ρόλο του «αντισυμβαλλόμενου» στο παραπάνω πελατειακό σύστημα. Η αυτοκριτική μας είναι επίσης σημαντικό στοιχείο της συγκρότησης αποτελεσματικής βάσης για την αντιμετώπιση των σημερινών παθογενειών. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε ακούσει τίποτα ούτε προς αυτή την κατεύθυνση.
iii.               Στην Ελληνική κοινωνία που «απέδωσε» στα Πανεπιστήμια τον χαρακτήρα του μηχανισμού παραγωγής «πτυχίων» για να τα διαπραγματευθεί στη συνέχεια με το πολιτικό σύστημα σε ένα άλλο επίπεδο πελατειακών σχέσεων. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε επίσης την μεταφορά προτύπων από την Κοινωνία στο Πανεπιστήμιο, αλλά και αντίστροφα, που αντανακλώνται στην έκπτωση της  θεσμικής λειτουργίας και διαλόγου, στην κυριαρχία της λογικής του «τσαμπουκά» και της συναλλαγής και της απαξίωσης του κοινωνικού κεφαλαίου. Ούτε οι κοινωνικοί εταίροι έχουν καταθέσει έστω στοιχεία τέτοιας αυτοκριτικής.

Σε σχέση με τις λειτουργίες με θετική αποτίμηση που ανιχνεύονται στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, εκτιμούμε ότι κατά κύριο λόγο οφείλονται (α) σε «πατριωτικού χαρακτήρα» πρωτοβουλίες Συναδέλφων και Τμημάτων και (β) στην εκμετάλλευση των, έστω λίγων, θετικών στοιχείων που προκύπτουν από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο όπως αυτό διαμορφώθηκε ιστορικά από την δεκαετία του ’80 και μετά.. Τέτοιες «αυτόνομες»  διαδικασίες παρουσιάζουν ήδη, όπως είναι αναμενόμενο και φυσικό, σημαντικά στοιχεία κόπωσης.

Για τον προσδιορισμό των προτεραιοτήτων είναι χρήσιμη και η αποτίμηση των εξελίξεων της τελευταίας πενταετίας. Από τη μια προωθήθηκε νομοθετικό πλαίσιο (Νόμος Γιαννάκου) που δεν απαντούσε, τουλάχιστο ικανοποιητικά, στις πραγματικές ανάγκες των Πανεπιστημίων και δεν έθιγε το σύστημα των πελατειακών σχέσεων (αντίθετα σε κάποιες περιπτώσεις το ενίσχυε). Η αντίδραση της Πανεπιστημιακής Κοινότητας επικεντρώθηκε στην απόρριψη και όχι στην πρόταση της εναλλακτικής λύσης. Το αποτέλεσμα γνωστό. Και οι αναποτελεσματικές παρεμβάσεις θεσμοθετήθηκαν και εφαρμόσθηκαν, και η κατάσταση του Δημόσιου Πανεπιστημίου τουλάχιστον δεν βελτιώθηκε. Από την άλλη, η «αλλαγή» στην ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ δεν κατάφερε να ωθήσει στη διατύπωση της αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης από την πλευρά των Πανεπιστημιακών αλλά αναλώθηκε είτε σε «μικροσυναλλαγές» με το ΥΠΘΔΒΜ είτε σε «αναξιόπιστες μικρές ανταρσίες» όπως αυτές που βιώσαμε με τον περίφημο Θαλή. Αποδείχθηκε κατά τη γνώμη μας ότι πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η διατύπωση και η τεκμηρίωση της εναλλακτικής πρότασης για το Πανεπιστήμιο, σε καθεστώς που προάγει το δημοκρατικό διάλογο σε αυτό. Αποδείχθηκε επίσης ότι τα κλειστά Πανεπιστήμια και οι τακτικές που στηρίζονται στην καταγγελία «όλων όσων διαφωνούν σαν μίσθαρνων οργάνων της αντίδρασης» δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τροφοδοτούν τις δυνάμεις που εκμεταλλεύονται την έκπτωση του Πανεπιστημίου.

Στη σημερινή πραγματικότητα, και σε σχέση με τις απαιτούμενες διαρθρωτικές παρεμβάσεις που απαιτούνται στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο, προτάσσουμε τα παρακάτω σαν βασικές Αρχές.
·            Το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο πρέπει να ενισχυθεί όσον αφορά: (α) τη θεσμική του λειτουργία στην κατεύθυνση του αυτοδιοίκητου και (β) με την μεταφορά πόρων σε ένα νέο σύστημα χρήσης τους που θα εγγυάται τη βέλτιστη, διαφανή και κοινωνικά αποτελεσματική χρήση τους.
·            Το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης, πρέπει να αναγνωρισθεί από την Πολιτεία και την Κοινωνία σαν το βασικό συστατικό του νέου αιτούμενου αναπτυξιακού προτύπου που θα στηρίζεται στην παραγωγή και τη διάχυση της γνώσης στην κοινωνία και την οικονομία.
·            Ο συνυπολογισμός της Διεθνούς Εμπειρίας είναι πολύτιμος. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούμε ότι οι προτάσεις της κυβέρνησης δεν διαπνέονται από μια συνεκτική λογική αναβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου και πολλές από αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τους την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα αλλά αποτελούν μηχανιστική μεταφορά προτύπων που έχουν αναφορά σε άλλα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά και ιστορικά πλαίσια.
·            Κύριο συστατικό της όποιας αναδιάρθρωσης πρέπει να είναι η ουσιαστική αξιολόγηση και η συνεπαγόμενη κοινωνική λογοδοσία των Πανεπιστημίων. Αυτές οι διαδικασίες πρέπει να εντάσσονται στα πλαίσια τετραετούς προγραμματισμού και να συνεπάγονται την τήρηση των όρων και από την πλευρά της πολιτείας που μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί και σε αυτό το σημείο εξαιρετικά ασυνεπής. Η αξιολόγηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους επιστημονικών πεδίων. Η λογοδοσία πρέπει να γίνεται σε ανεξάρτητη αρχή και όλες οι διαδικασίες (διοικητικές-οικονομικές -εκπαιδευτικές- ερευνητικές) πρέπει να είναι πλήρως διαφανείς.
·            Η διοίκηση των ιδρυμάτων, η οποία χαράσσει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους και εγγυάται τον ακαδημαϊκό και αυτόνομο χαρακτήρα τους, πρέπει να είναι ισχυρή και ανεξάρτητη από ομάδες συμφερόντων μέσα και έξω από το πανεπιστήμιο. Η διοίκηση πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πανεπιστημιακής κοινότητας και να διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση από αυτή.

Με αφορμή τις επικείμενες εκλογές ας ξεκινήσουμε να συζητάμε μέσα και έξω από το Πανεπιστήμιο την εναλλακτική μας πρόταση ώστε τελικά να την αποσαφηνίσουμε και να την τεκμηριώσουμε. Σε αυτή τη διαδικασία είναι κρίσιμο το Πανεπιστήμιο να μείνει ανοικτό και να μετατραπεί σε χώρο ελεύθερου διαλόγου, δημοκρατίας φιλόξενο προς όλες τις απόψεις.

Οι συνάδελφοι που μοιραζόμαστε τους παραπάνω προβληματισμούς αποφασίσαμε, μετά από πολύ σκέψη, να εμπλακούμε στη διαδικασία των εκλογών για την ανάδειξη του νέου ΔΣ του συλλόγου ΔΕΠ του Πανεπιστημίου μας και για τους εκπροσώπους στο 10ο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ με τα ψηφοδέλτια της ΑΡ.ΜΕ Πανεπιστημίου Πατρών.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ - ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

1. Η Δημοκρατική Αριστερά υποστηρίζει την ανάγκη μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης και θα εργαστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Θα προσέλθει στον διάλογο και θα συζητήσει τις προτάσεις της κυβέρνησης, της πανεπιστημιακής κοινότητας και των άλλων κομμάτων διεκδικώντας τον σεβασμό του ουσιαστικού διαλόγου χωρίς προειλημμένες αποφάσεις και εκβιαστικές λογικές. Το πανεπιστήμιο ανήκει στην κοινωνία.

2. Η Δημοκρατική Αριστερά θεωρεί ότι οι προτάσεις της κυβέρνησης δεν διαπνέονται από μια συνεκτική λογική αναβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου και πολλές από αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τους την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Απορρίπτει όμως και τις προσχηματικές και εκ προοιμίου αντιρρήσεις σε κάθε πρόταση μεταρρύθμισης, και είναι αντίθετη στο κλείσιμο των σχολών.

3. Γνώμονάς μας είναι ένα δημόσιο, μαζικό, αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο που λογοδοτεί στην ελληνική κοινωνία. Η λογοδοσία πρέπει να γίνεται σε ανεξάρτητη αρχή και όλες οι διαδικασίες (διοικητικές-οικονομικές -εκπαιδευτικές- ερευνητικές) πρέπει να είναι πλήρως διαφανείς.

4. Προτεραιότητα για εμάς είναι η μόρφωση των φοιτητών, η προαγωγή της έρευνας, η σύνδεση των πανεπιστημίων με την κοινωνία και τη διεθνή πραγματικότητα. Η καλλιέργεια της έρευνας μπορεί να συμβάλει στην ανάταξη της ελληνικής κοινωνίας και στην ανάπτυξη της χώρας. Ο στόχος αυτός θα διευκολυνθεί από τον ενιαίο χώρο εκπαίδευσης και έρευνας ο οποίος επιτρέπει τη συνεργασία Ερευνητικών Ιδρυμάτων και ΑΕΙ σε όλα τα επίπεδα.

5. Η διοίκηση των ιδρυμάτων, η οποία χαράσσει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους και εγγυάται τον ακαδημαϊκό και αυτόνομο χαρακτήρα τους, πρέπει να είναι ισχυρή και ανεξάρτητη από ομάδες συμφερόντων μέσα και έξω από το πανεπιστήμιο. Η διοίκηση πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πανεπιστημιακής κοινότητας και να διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση από αυτή.

6. Η οργάνωση των σπουδών θα πρέπει να επιτρέπει την κινητικότητα των φοιτητών και την επικοινωνία μεταξύ επιστημονικών πεδίων. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει ένα μόνο πρότυπο υποχρεωτικό για όλους, αλλά πρέπει να επιτρέπονται διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις γνωστικές περιοχές και τις ιδιαιτερότητες των ιδρυμάτων.

7. Η αξιολόγηση των ιδρυμάτων και των ακαδημαϊκών μονάδων, η οποία αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο για τη συνεχή βελτίωσή τους, δεν πρέπει να είναι μηχανική και να στηρίζεται μόνο σε βιβλιομετρικούς δείκτες και ποσοτικά στοιχεία. Πρέπει να γίνεται με γνώμονα ακαδημαϊκά κριτήρια και ποιοτικούς στόχους που θα έχουν τεθεί.

8. Η επιβαλλόμενη σύνδεση με τον διεθνή χώρο δεν μπορεί να παραγνωρίζει τις ανάγκες της παραγωγής υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκού έργου στην ελληνική γλώσσα.

9. Η Δημοκρατική Αριστερά θεωρεί σημαντική τη συμβολή των Πανεπιστημίων στη συνεχιζόμενη επιμόρφωση του ευρύτερου κοινού με προγράμματα δια βίου μάθησης αλλά και άλλες δράσεις που θα ενισχύουν τους δεσμούς του με την κοινωνία.

10. Τέλος, η μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χρειάζεται και τη χάραξη μιας στρατηγικής για τη μετάβαση από το σημερινό πανεπιστήμιο στο πανεπιστήμιο του αύριο.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Διακήρυξη του Τομέα Παιδείας της Δημοκρατικής Αριστεράς

Η γνώση ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό καθώς και ως προϋπόθεση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα, έχει έρθει η ώρα για μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία θα συντονίσει την πορεία της χώρας με τον ενιαίο ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο, θα επενδύσει στη διαμόρφωση εγγράμματων και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ανδρών και γυναικών, και ταυτόχρονα θα αποτελέσει πυλώνα υπέρβασης της τρέχουσας κρίσης. Η Δημοκρατική Αριστερά θέλει να συμβάλει θετικά σε ένα διευρυμένο και ουσιαστικό διάλογο που πρέπει να γίνει εν όψει μιας τέτοιας μεταρρύθμισης.

Η κρίση στην εκπαίδευση ήταν παρούσα από καιρό. Οι εξελίξεις που οδήγησαν στο μηχανισμό στήριξης και στο Μνημόνιο έρχονται απλώς να την εντάξουν στο μεγάλο κάδρο της χρεοκοπίας της χώρας, αλλά και να ανοίξουν την ατζέντα σχετικά με τα αίτια και τις προοπτικές διεξόδου. Αρνούμενοι τη μηδενιστική ισοπέδωση οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκαν ορισμένες θετικές εξελίξεις. Τα πανεπιστήμια στελεχώθηκαν με μια δυναμική γενιά καταρτισμένων επιστημόνων και δημιουργήθηκε μια ερευνητική υποδομή πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, που σε αρκετές περιπτώσεις παρήγαγε αποτελέσματα με διεθνή αναγνώριση. Ανάλογες εξελίξεις σημειώθηκαν στα Τεχνολογικά Ιδρύματα και τα ερευνητικά κέντρα. Παράλληλα, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθιερώθηκαν νέοι θεσμοί, επεκτάθηκε το εκπαιδευτικό δίκτυο, ανανεώθηκαν κάποια αναλυτικά προγράμματα και εμπλουτίστηκε το εκπαιδευτικό δυναμικό. Εντούτοις, τα βήματα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να εκσυγχρονίσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένο σε πρακτικές και αντιλήψεις του παρελθόντος. Ούτε αντιμετώπισαν την παθολογία που έχουν προκαλέσει η ανεπάρκεια των κυβερνητικών πολιτικών αλλά και ο αρνητισμός των κυρίαρχων συνδικαλιστικών πρακτικών.

Εμβληματικά χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης αποτελούν η απαξία της γνώσης, η κυριαρχία μιας κουλτούρας ήσσονος προσπάθειας και η υποβάθμιση της αριστείας, η απουσία κάθε έννοιας αξιολόγησης, η συνεχής απόκλιση από τις διεθνώς αποδεκτές εκπαιδευτικές και ακαδημαϊκές προδιαγραφές, το παρωχημένο μοντέλο χρηματοδότησης, η ανορθολογική χρήση των διαθέσιμων πόρων και ανθρώπων. Τα διακομματικά πελατειακά δίκτυα ακύρωσαν σε πολλές περιπτώσεις κάθε ιδέα αξιοκρατίας στο διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης με αποτέλεσμα φαινόμενα συνδιαλλαγής και νεποτισμού να τραυματίζουν το κύρος και την παιδαγωγική λειτουργία κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας. Η κατάσταση αυτή αφενός σκόρπισε απογοήτευση και τάσεις παραίτησης στην εκπαιδευτική κοινότητα, και αφετέρου συσσώρευε δυνάμεις αδράνειας, που αντιδρούν σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης για να μη θιγούν τα κεκτημένα. Διατηρείται, έτσι, ένα τέλμα ακινησίας, που εκφυλίζει και καθιστά εν πολλοίς προσχηματική την εκπαιδευτική διαδικασία. Το σύστημα ασχολείται με εξετάσεις, με βαθμούς, με την κάλυψη της ύλης, με τίτλους και πιστοποιητικά σπουδών, χωρίς ουσιαστικό μορφωτικό αντίκρισμα και –το σπουδαιότερο– χωρίς μέριμνα για το τι ακριβώς μαθαίνουν τα παιδιά. Η αρνητική εικόνα συμπληρώνεται εάν προστεθούν οι άγονες μορφές συνδικαλιστικού αγώνα, το «έθιμο» των καταλήψεων και τα κλιμακούμενα φαινόμενα βίας.

Για τη Δημοκρατική Αριστερά, η ακύρωση της μορφωτικής αποστολής της εκπαίδευσης δεν συνιστά μόνο εκπαιδευτικό πρόβλημα αλλά είναι και ένα ουσιαστικό πρόβλημα δημοκρατίας, γιατί στερεί από τους πολίτες αυτής της χώρας τα αγαθά της μόρφωσης και υπονομεύει την προοπτική της κοινωνικής προκοπής.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση επιδίδεται ακόμη σε ασκήσεις μεταρρυθμιστικής ρητορείας χωρίς πρακτικό αντίκρισμα και σε συγγραφή εκθέσεων ιδεών με θέμα «το νέο σχολείο». Η διστακτικότητα, η υποταγή στις παραλυτικές εσωκομματικές ισορροπίες, ο φόβος του πολιτικού κόστους και οι πελατειακές πρακτικές συνεχίζουν να δίνουν τον τόνο. Η πολιτική αυτή συντηρεί τα προβλήματα και απαξιώνει στη συνείδηση της κοινωνίας το ρεαλισμό μιας μεταρρυθμιστικής προοπτικής. Από την άλλη, ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών και συνδικαλιστικών παρατάξεων (από τη Νέα Δημοκρατία μέχρι το ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ και το χώρο του εξωκοινοβουλευτισμού) είτε δημαγωγώντας αντιπολιτευτικά είτε προτάσσοντας μια πρωτόγονη αντικαπιταλιστική ρητορεία, δαιμονοποιούν την οποιαδήποτε ιδέα μεταρρυθμίσεων και τελικά υπερασπίζονται τα αδιέξοδα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Για τη Δημοκρατική Αριστερά η μεταρρυθμιστική στρατηγική αποτελεί ιδρυτικό συστατικό στοιχείο και διακηρυγμένο στόχο. Υποστηρίζουμε βαθιές αλλαγές σε μια κατεύθυνση προοδευτική και ριζοσπαστική, που στοχεύει στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος και της δημοκρατίας, με την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου της εκπαίδευσης. Απευθυνόμαστε ιδιαίτερα σ’ εκείνους τους εκπαιδευτικούς - και είναι πολλοί-, που παραμένουν δεσμευμένοι στη μεγάλη μορφωτική δύναμη και τις αξίες που εξέπεμψε η παιδεία ως συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας αλλά και της αριστεράς στη σύγχρονη εποχή. Σε αυτούς που αισθάνονται δάσκαλοι, που πιστεύουν ότι σχολείο και πανεπιστήμιο υπάρχουν και λειτουργούν για την κοινωνία και όχι για τη συντεχνία, σε αυτούς που συνεχίζουν να αγωνίζονται για να ανορθώσουν και να ενισχύσουν το κύρος της δημόσιας εκπαίδευσης, για να αναδείξουν τις υπαρκτές δυνατότητές της. Σε αυτούς που τολμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα μιας ενδοστρεφούς, συντηρητικής και εθνικιστικής παιδείας.

Η εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι ώριμη για βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι επιτακτικά αναγκαίες για την κοινωνία μας. Το ίδιο ώριμες και υπαρκτές είναι και οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης στα πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα σχολεία. Η βαθιά κρίση του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που βιώνουμε, καταδεικνύει με δραματικό τρόπο την ανάγκη ενός διαφορετικού τύπου οργάνωσης του κράτους, του κοινωνικού ιστού, της οικονομίας. Αν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία και την οικονομία, πρέπει να αλλάξουμε την Παιδεία και πρέπει να την αλλάξουμε γρήγορα. Ιδιαίτερα για τη δύσκολη χρονιά που έρχεται είναι ανάγκη η εκπαιδευτική κοινότητα να αγωνιστεί, για να μην κλείσουν σχολεία και πανεπιστήμια. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αυτό αποτελεί έμπρακτη αλληλεγγύη σε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την κρίση και εκτός των άλλων υπόκεινται σε κοινωνικούς και εθνοτικούς αποκλεισμούς.

Η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος απαιτεί την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της εκπαιδευτικής κοινότητας και είναι αναγκαίο να υποστηριχτεί με αύξηση και ορθολογική διαχείριση των πόρων. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ανάγκη να επανασχεδιαστεί στο πλαίσιο του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, εξασφαλίζοντας σε κάθε πολίτη ίσες ευκαιρίες πρόσβασης και την άρση των διακρίσεων σε βάρος κάθε είδους ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Ειδικότερα, για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση διεκδικούμε την άμεση στήριξη όλων των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που αποσκοπούν στη μείωση των ανισοτήτων και εμπλουτίζουν τη μαθησιακή διαδικασία (ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, τάξεις υποδοχής μεταναστών, ενίσχυση της ειδικής αγωγής, οργανωμένες πολιτιστικές δραστηριότητες και προγράμματα), τη ριζική αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, την εκ θεμελίων επανίδρυση της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης και την ανασυγκρότηση της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Η υποχρεωτική εκπαίδευση πρέπει να γίνει ουδετερόθρησκη, ανοικτή στο σύγχρονο κόσμο και πραγματικά ενιαία.

Αποφασιστικής σημασίας θεωρούμε την αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ώστε να πάψει το Λύκειο να αποτελεί προθάλαμο των πανελλαδικών εξετάσεων, και να αποκτήσει αυτόνομο εκπαιδευτικό ρόλο. Το υπάρχον σύστημα, λειτουργεί ως εξοντωτικός μηχανισμός αποστήθισης, τροφοδοτεί την παραπαιδεία, καταστρέφει το Λύκειο και επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των ΑΕΙ. Πρέπει να κατοχυρωθεί τόσο η αυτονομία του Λυκείου όσο και η αξιοκρατική πρόσβαση στα ΑΕΙ.

Για να έχει αποτελέσματα το όλο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα χρειάζεται εκπαιδευτικούς που επιμορφώνονται διαρκώς, αξιολογούνται ουσιαστικά και διορίζονται (ΑΣΕΠ), αξιοποιούνται ή εξελίσσονται υπηρεσιακά με κανόνες διαφάνειας και αξιοκρατίας, χωρίς κομματικές, συνδικαλιστικές και συντεχνιακές διαμεσολαβήσεις.

Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απαραίτητη η άμεση, πλήρης ένταξη και εναρμόνιση του εθνικού συστήματος στις διεθνείς πρακτικές, ώστε να εξασφαλίζεται η κινητικότητα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινότητα, η διεθνοποίηση των σπουδών, η ανάπτυξη της έρευνας, η κοινωνική λογοδοσία των ιδρυμάτων. Στόχος μας οφείλει να είναι τόσο η μαζική εκπαίδευση όσο και η αριστεία με βάση τα διεθνή κριτήρια αλλά και η επιβράβευση κάθε πρωτοβουλίας για εκπαιδευτική βελτίωση.

Η αριστεία θα επιτευχθεί μόνο με την αποφασιστική αναδιάρθρωση του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, με αξιολόγηση των ιδρυμάτων και κατάργηση όσων δεν πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια, με αλλαγή της διάρθρωσης των σπουδών, με απονομή τίτλων διεθνούς κύρους και αναγνώρισης, που κατατάσσονται ξεκάθαρα στο σύστημα επαγγελματικών δεξιοτήτων. Απαραίτητες επίσης είναι και οι αλλαγές στη διοίκηση των ΑΕΙ με στόχο στην πλήρη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα, και την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων βάσει της επίτευξης των στόχων που θέτουν.

Επιπλέον, σήμερα είναι απολύτως αναγκαία η ενίσχυση του ρόλου και του ιδιαίτερου χαρακτήρα των τεχνολογικών ιδρυμάτων (ΤΕΙ) και η αξιοποίηση των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας με την ενδυνάμωση της σχέσης τεχνολογικής εκπαίδευσης και του παραγωγικού ιστού.

Η Δημοκρατική Αριστερά υποστηρίζει τη δημιουργία ισχυρών, αυτοδιοικούμενων ιδρυμάτων, που θα αποτελέσουν κέντρα κριτικής σκέψης και ελεύθερου δημοκρατικού διαλόγου. Επείγει να διαμορφωθεί ένας ενιαίος χώρος εκπαίδευσης – έρευνας ο οποίος θα εξασφαλίζει τη στενή συνεργασία και αλληλεπίδραση μεταξύ τριτοβάθμιων ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων, έτσι ώστε τα ΑΕΙ να αποτελέσουν κέντρα παραγωγής γνώσης και καινοτομίας.

Τέλος, για το σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής για τη Διά Βίου Εκπαίδευση, χρειαζόμαστε ένα παράλληλο πλαίσιο κατοχύρωσης και εμπέδωσης της διά βίου πρόσβασης στα εκπαιδευτικά αγαθά.

Με άξονα τις παραπάνω θέσεις, η Δημοκρατική Αριστερά καλεί όλους τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς φορείς να στηρίξουν το αίτημα για ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» γύρω από την παιδεία που θα στοχεύει στην υπεράσπιση της γνώσης ως αυταξίας και θα εξασφαλίζει μια μακροπρόθεσμη σχέση εμπιστοσύνης της παιδείας με την κοινωνία. Η πιο μακροχρόνια αποδοτική επένδυση είναι η επένδυση στην εκπαίδευση και στους ανθρώπους της.